στιχουργικός

στιχουργικός
η , ό[ν]
1) стихотворный; 2) стихотворческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στιχουργικός" в других словарях:

  • στιχουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στιχουργία ή στον στιχουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η στιχουργική α) το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τη σύνθεση ενός ποιητικού έργου, η τεχνική τής στιχουργίας, η τέχνη τού να γράφει κανείς ποιήματα β) η… …   Dictionary of Greek

  • στιχουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στιχουργία: Εφαρμόζει πιστά τους στιχουργικούς κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»